Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Όαση

Αντουάν ντε Σαίντ-Εξυπερύ-Γη των ανθρώπων 

Σας μίλησα τόσο πολύ για την έρημο, ώστε θα μ άρεσε, προτού να ξαναμιλήσω για αυτήν, να περιγράψω μιαν όαση. Τούτη η όαση, που βλέπω να ξανάρχεται η εικόνα της στα μάτια μου, δεν είναι καμιά όαση χαμένη στα βάθη της Σαχάρας. Καθόλου μάλιστα! Μα το αεροπλάνο σου προσφέρει κι ένα άλλο θαύμα: σε βυθίζει παρευθύς μες στην καρδία του μυστηρίου. Ήσουν αυτός ο βιολόγος που μελετούσε πίσω απ το φινιστρίνι το σκάφους την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά. Παρατηρούσες ψυχρά εκείνες τις  πόλεις που κείτονταν ειρηνικά στην πεδιάδα τους, έβλεπες  τους δρόμους της που ανοίγονταν αχτιδωτά και τις τροφοδοτούσαν, σαν αρτηρίες θαρρείς, με τους χυμούς των αγρών. Όμως, κάποια βελόνα διαταράχτηκε σε ένα μανόμετρο, και κείνη η πράσινη συστάδα, εκεί, κάτω απ τα πόδια σου, μεταμορφώθηκε σε ένα σύμπαν. Είσαι αιχμάλωτος του βελούδινου χόρτου σε ένα κοιμισμένο πάρκο. […]. Θα αφηγηθώ πως σταμάτησα για λίγο σε κάποιο μέρος της γης. Ήταν θαρρώ κοντά στην Κονκόρντια της Αργεντινής, όμως αυτό θα μπορούσε να συμβεί παντού αλλού: Το μυστήριο είναι διάχυτο παντού.
Είχα προσγειωθεί σε ένα χωράφι, και δεν υποπτευόμουν καθόλου πως θα ζούσα σε λίγο ένα παραμύθι. Κείνη η παλιά Φορντ που με πήρε δεν πρόσφερε τίποτα το ιδιαίτερο, ούτε και εκείνο το ήσυχο αντρόγυνο που με περιμάζεψε. «Θα περάσετε στο σπίτι μας τη νύχτα…»
Όμως, σε μια στροφή του δρόμου, κάτω απ το φως του φεγγαριού, ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου μια μικρή συστάδα από δέντρα και πίσω απ τα δέντρα, εκείνο το σπίτι! Ογκώδες, χαμηλό, σχεδόν σαν κάστρο, Πύργος φερμένος απ το θρύλο, που σου πρόσφερε, μόλις περνούσες το κατώφλι του, ένα τόσο ήρεμο, τόσο σίγουρο και τόσο προστατευμένο καταφύγιο, σα να βρισκόσουν σε μοναστήρι.
Φάνηκαν τότε δύο μικρά κορίτσια. Με κοίταξαν αυστηρά σα να ήταν δυο δικαστές που φυλάν άγρυπνα το κατώφλι κάποιου απαγορευμένου βασιλείου:  η πιο μικρή έκανε ένα μορφασμό και χτύπησε το χώμα με μια βέργα. Έπειτα, αφού γίνηκαν οι συστάσεις, μου άπλωσαν το χέρι δίχως λέξη να πουν, με ένα ύφος προκλητικής περιέργειας και εξαφανίστηκαν.
-Χέ! Χέ! Σωστά αγρίμια είναι, είπε ο πατέρας απλά.
Και μπήκαμε. […]
Τα δυο κορίτσια είχαν εξαφανιστεί κιόλας μέσα σε εκείνο το μαγεμένο σπίτι.
-Ας περάσουμε στο τραπέζι αν δεν έχετε αντίρρηση. Περάσαμε στο τραπέζι.  Από το να δωμάτιο στο άλλο ανάσαινα εκείνη την ευωδιά  παλιάς βιβλιοθήκης που ήταν διάχυτη ολούθε σαν θυμίαμα, μια ευωδιά που αξίζει πιο πολύ κι από όλα τα μυρωδικά της γης.
          Τα δυο κορίτσια έκαναν πάλι την εμφάνισή τους το ίδιο μυστηριακά , το ίδιο σιωπηλά όπως εξαφανίστηκαν. Κάθισαν στο τραπέζι με σοβαρότητα, Δίχως άλλο, είχαν ταΐσει τα σκυλιά τους, τα πουλιά, είχαν ανοίξει τα παράθυρα στην καθαρή νύχτα, κι είχαν γευτεί μέσα στο βραδινό αέρα την ευωδιά των φυτών. Τώρα, ξεδιπλώνοντας την πετσέτα τους, με κρυφοκοίταζαν με την άκρη του ματιού, σχολαστικά και αναρωτιόντουσαν αν έπρεπε να με συμπεριλάβουν και μένα στα αγαπημένα τους ζωάκια. Γιατί είχαν για φίλους τους μια ιγκουάνα, μια μανγκούστα, μια αλεπού, μια μαϊμού και μέλισσες. Και όλα αυτά ζούσαν μαζί, ανάκατα, θαυμάσια επικοινωνώντας μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα καινούργιο επίγειο παράδεισο. Τα νέα αυτά κορίτσια κυβερνούσαν όλα τα ζώα της δημιουργίας, μαγεύοντάς τα με τα μικρά χεράκια τους. Τα τάιζαν, τα πότιζαν, τους έλεγαν ιστορίες που τις άκουγαν μαγεμένα όλα, από τις μέλισσες, ως τη μανγκούστα.
         Και περίμενα να δω εκείνα τα τόσο ζωντανά κορίτσια να επιστρατεύουν όλο το κριτικό πνεύμα τους, όλη τους τη φινέτσα, για να βγάλουν μιαν απόφαση γρήγορη, μυστική και τελεσίδικη για το αρσενικό που καθόταν απέναντί τους. […]. Η πείρα μου απ αυτό το παιχνίδι με έβγαζε για λίγο απ τα νερά μου κι ένιωθα ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία ξέροντας πόσο καλά πληροφορημένοι ήταν οι κριτές μου. Κριτές που ήξεραν να ξεχωρίζουν τα ζαβολιάρικα ζώα απ  τα αθώα, που ήξεραν να διαβάζουν στο περπάτημα της αλεπούς, αν ήθελε ή ‘όχι να την πλησιάσουν, κριτές που κατείχαν μια τόσο βαθιά γνώση των σκιρτημάτων της ψυχής.
        Πόσο μου άρεσαν εκείνα τα ακονισμένα μάτια και εκείνες οι μικρές, απροσποίητες ψυχές! Μα πόσο θα θελα να άλλαζαν  παιχνίδι. Ωστόσο, ταπεινά εγώ τους έδινα το αλάτι, έβαζα στα ποτήρια τους κρασί, όμως σηκώνοντας τα μάτια ξανάβρισκα την ήρεμη αυστηρότητα των δικαστών που δεν μπορείς να τους εξαγοράσεις.
         Κι οι δύο σιωπηλές νεράιδες μου παράστεκαν τόσο διακριτικά στο γεύμα μου, συναντούσα τόσο συχνά το φευγαλέο βλέμμα τους, ώστε έπαψα πια να μιλάω. Και τότε έπεσε σιγή, και μέσα σε εκείνη τη σιγή, κάτι χαρχάλισε στο πάτωμα, κάτω από το τραπέζι. Έπειτα σώπασε. Σήκωσα απορημένος τα μάτια μου. Τότε η μικρόσωμη, ικανοποιημένη σίγουρα απ την εξέταση της, κάνοντας μια τελευταία δοκιμή και μπήγοντας τα άγρια δόντια στο ψωμί της, μου εξήγησε απλά, με μια αθωότητα που σκόπευε να αφήσει κατάπληκτο το βάρβαρο, αν βέβαια ήμουν  βάρβαρος:
-Είναι οι οχιές.
Και σώπασε, ικανοποιημένη, σάμπως εκείνη η εξήγηση να έφτανε για όποιον δεν ήταν πολύ κουτός. Η αδερφή της μου έριξε μια κρυφή ματιά για να δει την πρώτη μου αντίδραση. Κατόπιν, έσκυψαν και οι δυο το πρόσωπο στο πιάτο τους, με το πιο γλυκό και αθώο ύφος του κόσμου.
-Ά!.. Είναι οι οχιές..
Τα λόγια αυτά μου ξέφυγαν βέβαια. εκείνο το πράγμα που είχε γλιστρήσει ανάμεσα στα πόδια μου που είχε τριφτεί πάνω στις γάμπες μου, εκείνο το πράγμα ήταν οι οχιές…
Ευτυχώς για μένα, χαμογέλασα. Και χαμογέλασα αβίαστα: αυτό πρέπει να το ένιωσαν οι μικρές. Χαμογέλασα γιατί ήμουν χαρούμενος, γιατί το σπίτι εκείνο μ άρεσε κάθε στιγμή και περισσότερο, και ακόμα γιατί ήθελα να μάθω πιο πολλά για τις οχιές. Η μεγάλη με βοήθησε:
-Έχουνε τη φωλιά τους σε μια τρύπα, κάτω απ το τραπέζι.
-Κατά τις έντεκα το βράδυ γυρίζουν, πρόσθεσε η αδερφή. Την ημέρα κυνηγάνε.
          Με τη σειρά μου και εγώ έριξα μια κλεφτή ματιά στα δύο κορίτσια. Είδα τη λεπτότητα, το σιωπηλό χαμόγελο τους πίσω απ το ήρεμο πρόσωπο. Και θαύμαζα εκείνη τη βασιλική τους επιβολή.

Σήμερα, ονειρεύομαι. Όλα αυτά είναι τόσο μακρινά! Τι απόγιναν άραγε εκείνες οι δύο νεράιδες; Το δίχως άλλο θα παντρεύτηκαν. Έχουν λοιπόν αλλάξει; Είναι τόσο συνταρακτικό το πέρασμα απ την κατάσταση της παιδούλας στην κατάσταση της γυναίκας. Τι κάνουν άραγε μέσα σε ένα καινούργιο σπίτι; Τι απόγινε η φιλία τους με τα αγριόχορτα και τα φίδια; Ήταν δεμένες θαρρείς με  κάτι καθολικό. Μα φτάνει κάποτε μια μέρα όπου ξυπνά μέσα στην παιδούλα η γυναίκα. Φτάνει κάποτε στα δεκαεννιά. Ένα δεκαεννιά βαραίνει πάνω στην καρδιά. Τότε παρουσιάζεται κάποιος ανόητος. Για πρώτη φορά παραπλανιούνται τα διεισδυτικά εκείνα μάτια και τον φωτίζουν με υπέροχα χρώματα. Αν απαγγέλει στίχους ο ανόητος, τον πιστεύει για ποιητή. Πιστεύει πως  καταλαβαίνει τι θα πει πάτωμα γεμάτο τρύπες, πιστεύει πως αγαπάει τις μανγκούστες. Πιστεύει πως η εμπιστοσύνη μιας οχιάς που σαλεύει κάτω από το τραπέζι, ανάμεσα  στα πόδια τους, τον κολακεύει. Του δίνει την καρδιά της, το άγριο περιβόλι αυτό, τη δίνει σε εκείνον, που άλλο δεν αγαπά παρά τα καλοφροντισμένα πάρκα. Και ο ανόητος σέρνει την πριγκιποπούλα στη σκλαβιά.  

Απόσπασμα απο το βιβλίο Γη των Ανθρώπων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου