Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Επικίνδυνη μοναξιά



Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μες σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω
εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου.

Αν έστω κι ένας μόνο απηχούσε
κάτι από τη δική σου ομορφιά,
θα του ’λεγα: «Λοιπόν, τι περιμένεις;
με τα καρφιά των παπουτσιών σου κάρφωσέ με» –

και δε θα καρτερούσα πια γλυκό φιλί
ούτε μια τρυφερή περίπτυξη.

Ντίνος Χριστιανόπουλος 

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Η Ζυράννα Ζατέλη για την παιδική ηλικία


Υπάρχει ένα απόμακρο «τοπίο», ημιπραγματικό πλέον και ακατάλυτο, άπιαστο αλλά και βασανιστικά κυρίαρχο στον ψυχισμό μας, που μοιάζει κόλαση μαζί και παράδεισος και τ’ ονομάζουμε παιδική ηλικία. Τότε είναι που «γράφονται» οι πρώτες ιστορίες μέσα μας, τα όποια γεγονότα ή ακούσματα, ακριβώς επειδή τα ζούμε όπως τα ζούμε, χωρίς να μυριζόμαστε την αξία τους -κάπως σαν τα πουλιά που κελαηδούν στα δέντρα-, κι αργότερα μόνο, αφού βάλει το χέρι του ο χρόνος, καλούμαστε κάποιοι να τα επανεφεύρουμε, να τα αναπλάσουμε, να δώσουμε μια περαιτέρω πνοή και διάσταση στην λεγόμενη πραγματικότητα, στο ανύποπτο πριν που μας καθόρισε.
Η μυθοπλασία απ’ αυτήν την άποψη είναι το πολλαπλάσιο της ζωής, το εν δυνάμει παν του βίου, κι εδώ μ’ αρέσει να αναφέρω ένα μικρό επεισόδιο. Ήταν πριν από εννιά περίπου χρόνια όταν, έχοντας κατασταλάξει πια στην Αθήνα μετά από αλλεπάλληλες περιόδους ξενητεμού, αποφάσισα να αποκτήσω ως ενήλικη την πρώτη γάτα μου, την Σέρκα. Τότε -αρχές καλοκαιριού του 2005- ήταν ακόμη ένα τόσο δα χρυσαφένιο γατάκι τιγρέ, και μια μέρα που ήρθε ο αδελφός μου απ’ την Θεσσαλονίκη και μας επισκέφθηκε, είπε μόλις το είδε: «Α, σαν τον Μάρκο! Επίτηδες το διάλεξες έτσι;» Κατάπια το σάλιο μου σαν να ’γινε σεισμός, μια δόνηση τέλος πάντων απ’ το υπέδαφος που πάντα μας βρίσκει απροετοίμαστους. «Ο Μάρκος εννοείς στο… διήγημα;» τον ρώτησα μπερδεμένη. «Ο Μάρκος εννοώ που είχαμε παλιά στο σπίτι», είπε γονατίζοντας για να χαϊδέψει το γατί.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά αφ’ ότου είχα γράψει την ιστορία για τον Μάρκο (περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70), που ένοιωσα σύγκορμα και βεβαιώθηκα ότι ο Μάρκος εκείνος υπήρξε τω όντι, ήταν ο ωραίος ράθυμος γάτος που χαιρόταν την ζωή στο πατρικό μας σπίτι όταν ήμουν παιδούλα, και που μια μέρα τον πάτησε αυτοκίνητο και σακατεύτηκε η ψυχή μου – μην πω κι ο κόσμος όλος.
Κι ύστερα πάλι χάθηκε μέσα μου το βίωμα σαν φευγαλέα εντύπωση, σαν την βουή ενός ποταμού που ολοένα ξεμακραίνει… Γιατί αυτό που αισθάνομαι πιο «υπαρκτό» κι από τον ίδιο τον Μάρκο κάποτε είναι η μετουσίωσή του πάνω στο χαρτί, το μυθοπλαστικό εκτόπισμα της αόρατης παρουσίας του· είναι τα παλίμψηστα της μνήμης, ο χρόνος που κάνει τα δικά του και η προσωπική μας μάχη με το ανείπωτο όταν γράφουμε ιστορίες, ή κι όταν υποδυόμαστε αυτές τις ιστορίες· είναι, με άλλα λόγια, η παρηγοριά της τέχνης για το εφήμερον του βίου.

Ζυράννα Ζατέλη

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Ο πόνος της λήθης

Κουράστηκα να μονολογώ για τούτα
και τα άλλα που με προβληματίζουν..
που καθηλώνουν την σκέψη μου σε μια πλασματική ιδέα
και δεν την αφήνουν να απελευθερωθεί
εξαλλού κανείς δεν με παρακουλουθεί
μοναδικός μου ακροατής ο εαυτός μου,
μοναδική μου εχθρός η μνήμη.
Τι στο καλό προσπαθώ να πετύχω
αφου η λήθη είναι για μένα μια α-λήθεια
που δεν μπορώ να κατακτήσω μόνη μου...
μονάχα το αλκόολ με ηρεμεί
αλλά και αυτό πλέον σταμάτησε να με παρηγορεί
όπως άλλοτε.
Τέλος.
Νομίζω έχω βρει τη λύση:
Το παν είναι να μάθεις να πεθαίνεις πριν πεθάνεις.



Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν.Καζαντζάκη «Ο Καπετάν Μιχάλης»:
Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις… γιατί δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

«Άκου, Ανθρωπάκο»

Βίλχελμ Ράιχ 


[...] Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα; Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.