Αφιέρωμα στον αγαπημένο ποιητή Κώστα Καρυωτάκη που έφυγε σαν χθες.
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Κατά τα παιδικά του χρόνια άλλαζε συχνά τόπο διαμονής λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1912 και αφού πήρε το πτυχίο του στη νομική Αθηνών διορίστηκε ως υπάλληλος στη νομαρχία Θεσσαλονίκης. Τον Ιούνιο του 1928 αποσπάται στην Πρέβεζα από όπου στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους όπου τους περιγράφει την αθλιότητα της πόλης. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδίδει και την τελευταία του συλλογή, ΄΄Ελεγεία και Σάτιρες''. Στις 20 Ιουλίου πηγαίνει
στο Μονολίθι και γυμνός πέφτει στην θάλασσα προσπαθώντας να πνιγεί, χωρίς επιτυχία. Το πρωί της 21, αγοράζει ένα περίστροφο και φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. Στην τσέπη του βρέθηκε το τελευταίο σημείωμά του.
Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από μια βαθιά μελαγχολία και μυστικισμό, ενώ αποπνέουν θλίψη και απαισιοδοξία και αποδίδουν το κλίμα παρακμής που επικρατούσε στην εποχή του και την άρνησή του να αποδεχτεί τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον. Τα ποιήματά του επηρέασαν σημαντικά την ελληνική ποίηση και αποτελούν μια φωνή απελπισίας, έναν τρόπο να εκφραστούν τα θλιμμένα συναισθήματα πολλών ανθρώπων οι οποίοι μέσα από την ποίηση του Καρυωτάκη βρίσκουν ένα άνθρωπο απελπισμένο και θλιμμένο με τον οποίο ταυτίζονται.
ΑΓΑΠΗ
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν έιμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
-Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων.
[ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ]
Θα 'ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.
“Αδελφέ” θα μου πουν “δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
Ενα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.
“Τα χρυσά πού 'ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
Οταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;
”Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι
.
Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε
.”
Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ' απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου...
-Ελεγεία και Σάτιρες
ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ
Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·
όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής
μύρον η απαγοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα
την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια --
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;
-Η σκιά των ωρών.
[ΣΑΝ ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ...]
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
-Ελεγεία και Σάτιρες
ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία
.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Αλλος δεν ξέρει οτι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...
-Ελεγεία και Σάτιρες
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια
.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους
,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια “ελλειπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“Υπάρχω;” λες, κ' ύστερα “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.